lock out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lock out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | locks out |
αόριστος | locked out |
παθητική μετοχή | locked out |
ενεργητική μετοχή | locking out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]lock out (en)