Μετάβαση στο περιεχόμενο

lock out

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: lockout
ενεστώτας lock out
γ΄ ενικό ενεστώτα locks out
αόριστος locked out
παθητική μετοχή locked out
ενεργητική μετοχή locking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lock out <  δείτε τις λέξεις lock και out

lock out (en)

  • κλειδώνω έξω, κλείνω έξω, κλείνω κάποιον με κλειδί έξω από ένα μέρος όπου είναι αδύνατο να βγει
      I am locked out.
    Κλειδώθηκα έξω./Κλείστηκα έξω.