locker room

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

locker room (en)

  1. που είναι κατάλληλο για ή ταιριάζει με το αποδυτήριο, κυρίως για κουβέντα, συζητήσεις κλπ. που είναι χυδαίες ή αναφέρονται σε σεξουαλικά θέματα
    A KFC worker who quit over her managers' explicit remarks ... was denied unemployment benefits by a judge who said the "locker room talk" may have been an attempt to boost morale. (Associated Press, Judge Says Lewd Talk May Have Place at Work, 26 Σεπτεμβρίου 1997)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

locker room (en)

  1. το αποδυτήριο