Μετάβαση στο περιεχόμενο

lockout

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: lock out
      ενικός         πληθυντικός  
lockout lockouts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lockout (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • lockout στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια