lody
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
lody < lód
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lody (pl) αρσενικό πληθυντικός
- το παγωτό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αν και σπανίζει χρησιμοποιείται και ο ενικός με ελαφρά διαφορετική κλίση από το lód
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
lody (pl)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του lód