loess

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈləʊɪs,ləːs/

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

μέσος 19ος αιώνας: loess < γερμανικά: Löss < ελβετογερμανικά: lösch «χαλαρός, που δεν έχει στερεωθεί σταθερά»

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loess (en)

  • κιτρινόχωμα, κίτρινη γη: κλαστικό ανοιχτό-κεραμιδόχρωμο χώμα με κόκκους μεγέθους ιλύος που καλύπτει το 10% του πλανήτη Γη, κοινό στην επαρχία Shanxi της Κίνας και τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]