logger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
logger loggers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

logger < log + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

logger (en)

  1. (επάγγελμα) ο υλοτόμος
     συνώνυμα: woodcutter
  2. ο καταγραφέας
    digital voice logger - ψηφιακός καταγραφέας φωνής
     συνώνυμα: recorder

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]