logical
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | logical |
συγκριτικός | more logical |
υπερθετικός | most logical |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]logical (en)
- λογικός
- ≈ συνώνυμα: rational, reasonable και sensible
- που έχει σχέση με την λογική
- (πληροφορική) λογικός, ο διαμορφωμένος πάνω σε κάποια λογική (βλ. και συνώνυμο logic)