Μετάβαση στο περιεχόμενο

loneliness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
loneliness < lonely + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loneliness (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η μοναξιά, το συναίσθημα
      when loneliness weighs heavily on me - όταν με πνίγει η μοναξιά
  2. η μοναξιά, η κατάσταση
      the loneliness of the lighthouse keeper - η μοναξιά του φαροφύλακα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη solitude