long

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  • πολύς καιρός, παραπάνω
    It won’t take me long.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    I can’t stay any longer.
    Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
long longs

long (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας long
γ΄ ενικό ενεστώτα longs
αόριστος longed
παθητική μετοχή longed
ενεργητική μετοχή longing

long (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399, 661. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καιρός, παραπάνω

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό long longs
θηλυκό longue longues

long (fr)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]