long
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
long (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
long (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | long | longs |
θηλυκό | longue | longues |
long (fr)