long
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | long |
συγκριτικός | longer |
υπερθετικός | longest |
long (en)
- μακρύς, μακρός (μεγάλος ή πολύς σε απόσταση ή σε χρόνο)
- ↪ How long was it before he came back?
- Πόση ώρα πέρασε ώσπου να γυρίσει;
- ↪ How long was it before he came back?
Σύνθετα[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | long |
συγκριτικός | longer |
υπερθετικός | longest |
long (en)
- πολύς καιρός, παραπάνω, πολλή ώρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ It won’t take me long.
- Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
- ↪ I can’t stay any longer.
- Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω.
- ↪ How long did you take?
- Πόσον καιρό έκανες;
- ↪ I won’t take long to dress.
- Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
- ↪ How long does it take you to shave?
- Πόση ώρα κάνεις/σε παίρνει α ξυριστείς;
- ↪ I don’t take long./It doesn’t take me long.
- Δεν κάνω/Δε με παίρνει πολλή ώρα.
- ↪ It won’t take me long.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
long | longs |
long (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
long (οικονομία) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | long |
γ΄ ενικό ενεστώτα | longs |
αόριστος | longed |
παθητική μετοχή | longed |
ενεργητική μετοχή | longing |
long (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- long (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- long (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- long (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399, 661, 692-695, 993. ISBN 9780194325684., λήμμα: καιρός, παραπάνω, περνώ, ώρα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | long | longs |
θηλυκό | longue | longues |
long (fr)