long

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  • πολύς καιρός, παραπάνω, πολλή ώρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα
    It won’t take me long.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    I can’t stay any longer.
    Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω.
    How long did you take?
    Πόσον καιρό έκανες;
    I won’t take long to dress.
    Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
    How long does it take you to shave?
    Πόση ώρα κάνεις/σε παίρνει α ξυριστείς;
    I don’t take long./It doesn’t take me long.
    Δεν κάνω/Δε με παίρνει πολλή ώρα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
long longs

long (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας long
γ΄ ενικό ενεστώτα longs
αόριστος longed
παθητική μετοχή longed
ενεργητική μετοχή longing

long (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό long longs
θηλυκό longue longues

long (fr)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]