look into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας look into
γ΄ ενικό ενεστώτα looks into
αόριστος looked into
παθητική μετοχή looked into
ενεργητική μετοχή looking into

Ετυμολογία [επεξεργασία]

look into < → δείτε τις λέξεις look και into

Ρήμα[επεξεργασία]

look into (en)

  • κοιτάζω, εξετάζω κάτι
    We must look into this issue immediately.
    Πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το θέμα αμέσως.
    I will look into your proposals and I will let you know.
    Θα κοιτάξω τις προτάσεις σας και θα σας ειδοποιήσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine

Πηγές[επεξεργασία]