look up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | look up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks up |
αόριστος | looked up |
παθητική μετοχή | looked up |
ενεργητική μετοχή | looking up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
look up (en)