look up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: lookup

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας look up
γ΄ ενικό ενεστώτα looks up
αόριστος looked up
παθητική μετοχή looked up
ενεργητική μετοχή looking up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

look up < → δείτε τις λέξεις look και up

Ρήμα[επεξεργασία]

look up (en)

  1. (ανεπίσημο) βελτιώνω, αρχίζω να κινούμαι, αρχίζω να παίρνω επάνω μου
    Business is looking up.
    Το εμπόριο άρχισε να κινείται/να παίρνει επάνω του.
  2. (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) περνάω να δω κάποιον, ειδικά αν έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε
    You should look us up when you come to Athens.
    Πρέπει να περάσεις να μας δεις όταν έρθεις στην Αθήνα.
  3. ανατρέχω, ψάχνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]