loop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loop (en)
- ο βρόχος
- (προγραμματισμός) βρόχος
- 'δείτε επίσης: loops στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
loop στην αγγλική Βικιπαίδεια