loophole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
loophole loopholes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loophole (en)

  • το παραθυράκι, δυνατότητα παράκαμψης των νόμιμων, των τυπικών διαδικασιών, χρήσης πλάγιων τρόπων
    ⮡  The regulation leaves many loopholes.
    Ο κανονισμός αφήνει πολλά παραθυράκια.