loosely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | loosely |
συγκριτικός | more loosely |
υπερθετικός | most loosely |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]loosely (en)
- χαλαρά, χωρίς τέντωμα
- χαλαρά, ελεύθερα, χωρίς ακρίβεια
- ⮡ The rule is applied loosely.
- Ο κανονισμός εφαρμόζεται χαλαρά.
- ⮡ The play is based loosely on his own life experiences.
- Το έργο βασίζεται ελεύθερα στις δικές του εμπειρίες ζωής.
- ⮡ Economic growth can be loosely defined as an increase in GDP.
- Η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να οριστεί χωρίς ακρίβεια ως αύξηση του ΑΕΠ.
- ⮡ The rule is applied loosely.