loosely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός loosely
συγκριτικός more loosely
υπερθετικός most loosely

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
loosely < loose + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

loosely (en)

  1. χαλαρά, χωρίς τέντωμα
    ⮡  Put the tie on loosely around your neck.
    Βάλε τη γραβάτα χαλαρά γύρω από το λαιμό σου.
    ⮡  She fastened the belt loosely around her waist.
    Έδεσε τη ζώνη χαλαρά γύρω από τη μέση της.
     συνώνυμα: loose
  2. χαλαρά, ελεύθερα, χωρίς ακρίβεια
    ⮡  The rule is applied loosely.
    Ο κανονισμός εφαρμόζεται χαλαρά.
    ⮡  The play is based loosely on his own life experiences.
    Το έργο βασίζεται ελεύθερα στις δικές του εμπειρίες ζωής.
    ⮡  Economic growth can be loosely defined as an increase in GDP.
    Η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να οριστεί χωρίς ακρίβεια ως αύξηση του ΑΕΠ.