lopen
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά
(nl)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
lopen
(nl)
(
αόριστος
:
liep
,
παθ. μτχ.
:
gelopen
)
περπατώ
Κατηγορίες
:
Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
Ολλανδική γλώσσα
Ρήματα (ολλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Español
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gàidhlig
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
日本語
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Русский
Svenska
Kiswahili
Türkçe
Tiếng Việt
中文