Μετάβαση στο περιεχόμενο

loquor

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
loquor < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *la- (μιλώ, φωνάζω). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) λάσκω ή από το λέγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlo.kʷor/

loquor (la)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]