losowanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική losowanie losowania
γενική losowania losowań
δοτική losowaniu losowaniom
αιτιατική losowanie losowania
οργανική losowaniem losowaniami
τοπική losowaniu losowaniach
κλητική losowanie losowania

Ετυμολογία [επεξεργασία]

losowanie < losować

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

losowanie (pl) ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]