Μετάβαση στο περιεχόμενο

lossy

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

lossy (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «απωλειακός», «με απώλειες» από αναζήτηση «lossy» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.