louable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
louable | louables |
Επίθετο
[επεξεργασία]louable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
louable | louables |
louable (fr) αρσενικό ή θηλυκό