lougre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lougre | lougres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lougre (fr) αρσενικό
- είδος τρικάταρτου ιστιοφόρου
ενικός | πληθυντικός |
lougre | lougres |
lougre (fr) αρσενικό