Μετάβαση στο περιεχόμενο

lounger

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lounger loungers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lounger < lounge + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lounger (en)