Μετάβαση στο περιεχόμενο

lourdeur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lourdeur lourdeurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lourdeur (fr) θηλυκό

  1. βάρος, βαρύτητα
  2. βραδύτητα
  3. χοντροκοπιά