lubricate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lubricate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lubricates |
αόριστος | lubricated |
παθητική μετοχή | lubricated |
ενεργητική μετοχή | lubricating |
Ρήμα
[επεξεργασία]lubricate (en) (μεταβατικό)
- λιπαίνω
- ⮡ The gear must be lubricated to work properly.
- Το γρανάζι πρέπει να λιπανθεί για να λειτουργήσει σωστά.
- ⮡ The gear must be lubricated to work properly.