lubricate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας lubricate
γ΄ ενικό ενεστώτα lubricates
αόριστος lubricated
παθητική μετοχή lubricated
ενεργητική μετοχή lubricating

lubricate (en) (μεταβατικό)

  • λιπαίνω
    ⮡  The gear must be lubricated to work properly.
    Το γρανάζι πρέπει να λιπανθεί για να λειτουργήσει σωστά.