lucifuge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lucifuge | lucifuges |
lucifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που απομακρύνεται, αποφεύγει το φως
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lucifuge | lucifuges |
lucifuge (fr) αρσενικό
- (εντομολογία) είδος τερμίτη