lucratif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ly.kʁa.tif/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lucratif < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lucratif | lucratifs |
θηλυκό | lucrative | lucratives |
lucratif (fr)