ludius
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ludius (la) < ludo= παίζω, ου σπουδαίως λέγω κάτι, εμπαίζω, σκώπτω
ludius (la) < ludo= παίζω, ου σπουδαίως λέγω κάτι, εμπαίζω, σκώπτω