Μετάβαση στο περιεχόμενο

lumbago

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lumbago (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
lumbago lumbagos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lumbago (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lumbago (pl)