Μετάβαση στο περιεχόμενο

lumber

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: slumber

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lumber (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ξυλεία, ξύλο που προετοιμάζεται για χρήση με οικοδόμηση κτλ.
      lumber for furniture - ξυλεία για έπιπλα
      construction lumber - οικοδομική ξυλεία
     συνώνυμα: timber

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας lumber
γ΄ ενικό ενεστώτα lumbers
αόριστος lumbered
παθητική μετοχή lumbered
ενεργητική μετοχή lumbering

lumber (en)

  1. (αμετάβατο) περπατώ βαριά
      He was lumbering along, hardly able to lift each foot.
    Περπατούσε βαριά, με κόπο σηκώνοντας το πόδι.
  2. παραφορτώνω