lumbo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lumbo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumbo | lumboj |
αιτιατική | lumbon | lumbojn |
lumbo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumbo | lumboj |
αιτιατική | lumbon | lumbojn |
lumbo (eo)