luna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
luna (es)
- (αστρονομία) η σελήνη
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- luna < παλαιολατινική losna < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *lewksnā < *lewk-. Συγγενές με τα (αρχαία ελληνικά) λύχνος, (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) лоуна (luna) και (Πρότυπο:mga) luan.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
luna (la) θηλυκό
- (αστρονομία) η σελήνη
- (λογοτεχνικό) μήνας
- (λογοτεχνικό) νύχτα
- οτιδήποτε σε σχήμα μισοφέγγαρου
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | luna | lunae |
γενική | lunae | lunārum |
δοτική | lunae | lunīs |
αιτιατική | lunam | lunās |
κλητική | luna | lunae |
αφαιρετική | lunā | lunīs |
Οξιτανικά (oc) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
luna (oc) θηλυκό
- (αστρονομία) το φεγγάρι, η σελήνη
Παπιαμέντο (pap) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
luna
- (αστρονομία) η σελήνη