Μετάβαση στο περιεχόμενο

lunchtime

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lunchtime < lunch + time

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lunchtime lunchtimes

lunchtime (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το μεσημέρι, η ώρα για μεσημεριανό
    παράδειγμα  Let's split up now and meet again at lunchtime.
    Ας χωριστούμε τώρα και ας ξανασυναντηθούμε το μεσημέρι.