Μετάβαση στο περιεχόμενο

lunette

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lunette lunettes

lunette (fr) θηλυκό