luogotenente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
luogotenente | luogotenenti |
luogotenente (it)
ενικός | πληθυντικός |
luogotenente | luogotenenti |
luogotenente (it)