Μετάβαση στο περιεχόμενο

lycanthrope

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lycanthrope (en)

      ενικός         πληθυντικός  
lycanthrope lycanthropes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lycanthrope (fr) αρσενικό