Μετάβαση στο περιεχόμενο

lyric

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lyric lyrics

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lyric (en)

  • (μόνο πληθυντικός, μουσική) οι στίχοι, τα λόγια ενός τραγουδιού
      On the internet it’s easy to find the lyrics of any song.
    Στο διαδίκτυο είναι εύκολο να βρεις τους στίχους οποιουδήποτε τραγουδιού.