máquina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
máquina | máquinas |
máquina (pt) θηλυκό
- η μηχανή
- η γραφομηχανή
- escrever à máquina - γράφω στη γραφομηχανή