mâture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mâture | mâtures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mâture (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το σύνολο των ιστίων ενός ιστιοφόρου