mãe-d'água
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mãe-d'água | mães-d'água |
mãe-d'água (pt) θηλυκό
- υδροστάσιο, πύργος με δεξαμενή νερού