mécanicien
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ka.ni.sjɛ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mécanicien | mécaniciens |
θηλυκό | mécanicienne | mécaniciennes |
mécanicien (fr) αρσενικό