médiatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- médiatique < média
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
médiatique | médiatiques |
médiatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τα ΜΜΕ, με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, μιντιακός
- ευπρεπής, ευπαρουσίαστος, κυρίως στην τηλεόραση