médicamenteux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | médicamenteux | médicamenteux |
θηλυκό | médicamenteuse | médicamenteuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
médicamenteux (fr)
- φαρμακευτικός (σχετικός με τα φάρμακα)