Μετάβαση στο περιεχόμενο

médiocre

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
médiocre médiocres

Επίθετο

[επεξεργασία]

médiocre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μέτριος
  2. (σκωπτικό) σχετικά κακός σε κάτι
  3. περιορισμένος