médiocre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
médiocre | médiocres |
Επίθετο[επεξεργασία]
médiocre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μέτριος
- (σκωπτικό) σχετικά κακός σε κάτι
- περιορισμένος
ενικός | πληθυντικός |
médiocre | médiocres |
médiocre (fr) αρσενικό ή θηλυκό