médisance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
médisance | médisances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
médisance (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη médire
ενικός | πληθυντικός |
médisance | médisances |
médisance (fr) θηλυκό