méfait

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
méfait méfaits

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

méfait (fr) αρσενικό

  1. κακή πράξη που ζημιώνει κάποιον, το αδίκημα
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μπορεί να έχει βλαβερές συνέπειες
    les méfaits du tabac de la télévision - οι κακές συνέπειες του καπνού / της τηλεόρασης