mélophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mélophage < λατινική melophagus < αρχαία ελληνική μῆλον + φάγος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /melɔfaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mélophage mélophages

mélophage (fr) αρσενικό