méphistophélique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.fis.tɔ.fe.lik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
méphistophélique | méphistophéliques |
méphistophélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό