Μετάβαση στο περιεχόμενο

méprise

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
méprise méprises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

méprise (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]