mésolithique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.zɔ.li.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mésolithique | mésolithiques |
mésolithique (fr) αρσενικό ή θηλυκό