méticuleux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- méticuleux < λατινική meticulosus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ti.ky.lø/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méticuleux | méticuleux |
θηλυκό | méticuleuse | méticuleuses |
méticuleux (fr)