Μετάβαση στο περιεχόμενο

môme

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
môme mômes

môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικείο) παιδί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
môme mômes

môme (fr) θηλυκό

  1. κοπέλα, νεαρή

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
môme mômes

môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. νέος, νεαρός