môme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
môme | mômes |
môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
môme | mômes |
môme (fr) θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
môme | mômes |
môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό